Βούρλα, το δημόσιο πορνείο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε το κράτος και φρουρούσε η αστυνομία

Γράφει η Τέτη Σώλου, συγγραφεύς

Τα Βούρλα που θα μας απασχολήσουν δεν είναι τα Καμμένα Βούρλα, δεν είναι ούτε τα φυτά ούτε οι ανόητοι άνθρωποι (παρόλο που ο χαρακτηρισμός τους ως βούρλα δεν είναι εντελώς άσχετος με το θέμα μας). Τα Βούρλα ήταν ένα τεράστιο δημόσιο μπορντέλο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε ο δήμος του Πειραιά και λειτούργησε υπό την προστασία του κράτους και την περιφρούρηση της αστυνομίας. Ήταν περιφραγμένο με ψηλό μαντρότοιχο, είχε πτέρυγες με ομοιόμορφα κελιά κι έμοιαζε με φυλακή. Τον καιρό της κατοχής μετατράπηκε σε φυλακή και ως φυλακή τελείωσε τη σταδιοδρομία του το 1970 που κατεδαφίστηκε.

Ανάπτυξη και υπόκοσμος

Το 1835 ο Πειραιάς ήταν ένα λιμανάκι χωρίς κίνηση, με λίγα αλιευτικά, μερικές καλύβες και χίλιους κατοίκους. Κάπου κάπου προσορμιζόταν κανένα πλοίο, για ν’ αποπλεύσει μετά από λίγες ώρες.

Από τα πρώτα χρόνια που άρχισε ν’ αναπτύσσεται, για να γίνει από γραφικό χωριό όμορφη πόλη και σημαντικό λιμάνι, έλκυσε και υπόκοσμο. Άρχισε ν’ ανθεί η πορνεία και τα περί αυτήν: προαγωγοί, σωματέμποροι, νταβατζήδες, νταήδες… Οι συμπλοκές, τα φονικά, τα ναρκωτικά και οι αρρώστιες ήταν θλιβερή καθημερινότητα. Από τα καράβια κατέβαινε κάθε καρυδιάς καρύδι: τυχοδιώκτες, λαθρέμποροι, απατεώνες, τζογαδόροι, σωματέμποροι, αρτίστες, και γενικώς αποβράσματα που εμπλούτιζαν τον ντόπιο υπόκοσμο. Τις νύχτες έπεφταν απανωτές πιστολιές και γίνονταν αληθινές μάχες ανάμεσα στις συμμορίες. Τα μπορντέλα βρίσκονταν ανάμεσα στις κατοικίες και οι αδέσποτες πόρνες παντού. Οι οικογενειάρχες διαμαρτύρονταν συνεχώς για τη συνύπαρξή τους με τον υπόκοσμο. Με το δίκιο τους, γιατί μέσα σε τριάντα χρόνια ο Πειραιάς είχε γίνει μεν μια όμορφη πόλη, αλλά κι επικίνδυνη.

Το δημοτικό συμβούλιο συσκέφθηκε πάνω στο πρόβλημα και αποφάσισε να απομονώσει όλες τις αδήλωτες πόρνες του Πειραιά σ’ ένα μεγάλο οίκημα εκτός σχεδίου πόλεως. Έτσι, ένα μέρος του υποκόσμου θα μετατοπιζόταν έξω από την πόλη. Όσο για τις πόρνες, περιορισμένες εκεί θα εξασκούσαν το επάγγελμά τους και συγχρόνως θα είχαν ιατρική παρακολούθηση.

Αυτό ήταν το σχέδιο του δημοτικού συμβουλίου. Το κράτος δεν ήθελε ν’ ανακατευτεί σε μια τέτοια ιστορία και να βγάλει το κακό όνομα ότι χτίζει μπορντέλα. Ωστόσο το 1873 παραχώρησε στον δήμο του Πειραιά κάποια έκταση στη θέση Βούρλα, για να φτιαχτεί το τεράστιο μπορντέλο.

Τα Βούρλα χτίζονται σε ερημική περιοχή

Τα Βούρλα ήταν ένας βαλτότοπος στη Δραπετσώνα γεμάτος βούρλα (εξ ου και το όνομα), λίγα μέτρα πιο πέρα από το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου -το παλιό νεκροταφείο της πόλης.

Η περιοχή καθαρίστηκε και μπαζώθηκε. Λένε ότι αυτά τα έκανε κάποιος Πιπινέλης, ο οποίος εκείνη ακριβώς την περίοδο είχε αποκτήσει την κυριότητα της συγκεκριμένης περιοχής. Πάντως την εποχή που έγινε η μεγάλη απόδραση των κομουνιστών από τις φυλακές των Βούρλων ιδιοκτήτρια του ακινήτου ήταν η μητέρα του πολιτικού Παναγιώτη Πιπινέλη, ο οποίος χρημάτισε πρωθυπουργός στην υπηρεσιακή του 1963 και υπουργός επί χούντας.

Το ακίνητο των Βούρλων ανήκε στην οικογένεια Πιπινέλη, η οποία το είχε νοικιάσει στο κράτος και εισέπραττε το ενοίκιο.

Ένας εργολάβος ονόματι Νικόλαος Μπόμπολας ανέλαβε να κατασκευάσει το συγκρότημα κτιρίων που ήθελε ο δήμος του Πειραιά. Λένε ότι δεν το έχτισε με δικά του λεφτά, αλλά με χρήματα που του έδωσε το κράτος, το οποίο τα δανείστηκε από έναν Πειραιώτη τραπεζίτη.

Εν πάση περιπτώσει, ο Μπόμπολας παρέδωσε ένα περιμαντρωμένο συγκρότημα κτιρίων το 1875. Αυτά ήταν τα περίφημα Βούρλα.

Μπόμπολας, Πιπινέλης… ονόματα με μέλλον. Εκείνες που δεν είχαν ούτε όνομα ούτε μέλλον ήταν οι αδήλωτες πόρνες του Πειραιά, που συγκεντρώθηκαν στα Βούρλα, τα οποία λειτούργησαν επί έξι δεκαετίες ως μπορντέλο-στρατώνας.

Ο χαρακτηρισμός μπορντέλο-στρατώνας οφείλεται στον Ηλία Πετρόπουλο. Στο βιβλίο του «Το μπουρδέλο» γράφει:

«Το μπορντέλο-στρατώνας συγγενεύει περισσότερο με την μπουρδελογειτονιά, παρά με το μπορντέλο-ξενοδοχείο. Το μπορντέλο-στρατώνας είναι μια μπουρδελογειτονιά κλεισμένη μέσα σε ένα κτίριο. Στο μπορντέλο-ξενοδοχείο όλα κατέχονται και διευθύνονται από τη μαντάμα. Στο μπορντέλο-στρατώνας δεν υπάρχει μαντάμα· η κάθε πόρνη έχει ένα δωμάτιο, όπου δουλεύει για λογαριασμό της. Γύρο από το μπορντέλο-στρατώνας οι νταβατζήδες σφάζονται σαν κοτόπουλα. Γι’ αυτό, στο μπορντέλο-στρατώνας υπάρχει, πάντοτε, αστυνομία. Τα Βούρλα αποτελούν το τυπικότερο παράδειγμα πορνείου αυτού του τύπου».

Σχεδιάγραμμα του Ηλία Πετρόπουλου από το βιβλίο του «Το μπουρδέλο». Στην εποχή που θα αναφερθούμε, δηλαδή στη δεκαετία του ’30, το μπορντέλο-στρατώνας των Βούρλων δεν ήταν έτσι.

«Για να καταλάβουμε την τοτινή λειτουργία αυτού του οίκου ανοχής θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ήτο εκτός πόλεως. Στις αρχές του αιώνα μας, ο Πειραιάς τελείωνε στο νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, εκεί πλάι στα Βούρλα και στη Βρομολίμνη. Τα Βούρλα (όνομα και πράμα) βρισκόντουσαν σ’ ένα έρημο και ελώδες τοπίο. Για να φτάσεις εκεί, από τον Ηλεκτρικό Σταθμό ή από την Παλαμηδίου, έπρεπε να περπατήσεις σχεδόν μισήν ώρα. Το 1910 καταργήθηκε το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου. Από το 1922 άρχισε να εποικίζεται η Δραπετσόνα. Ωστόσο, η περιοχή παρέμενε επικίνδυνη – ιδίως τη νύχτα όπου όλα ήσαν θεοσκότεινα.

Τα Βούρλα απαρτίζονταν από τρία δυόροφα κτίρια σε σχήμα Π. Κάθε πλευρά είχε 24 (12+12) δωμάτια· ήτοι, εν συνόλω 72 δωμάτια = 72 πόρνες. Το σχήμα Π έκλεινε με μια ψηλή μάντρα. Στη μέση της αυλής υπήρχε ένα σπιτάκι: το ισόγειο εστέγαζε το καφενεδάκι των νταβατζήδων, και, στο πάνω πάτωμα έμενε η αστυνομία. Η αυλή -και γενικότερα τα Βούρλα- είχαν μόνον μία πορτάρα. Όποιος νταβατζής ήθελε να καθαρίσει με κάποιον αντίπαλό του, την έστηνε στην πορτάρα και περίμενε. Εκείνη την εποχή οι νταβατζήδες δεν αστειευόντουσαν…»

Ηλίας Πετρόπουλος, Το μπουρδέλο, Εκδόσεις Γράμματα, 1980

Οι πόρνες της διοικητικής περιφέρειας Αθηνών-Πειραιώς το 1894 χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: Οι πόρνες πρώτης τάξεως έμεναν σε ιδιαίτερες κατοικίες. Οι πόρνες δευτέρας τάξεως έμεναν σε οίκους ασωτίας. Οι πόρνες τρίτης τάξεως έμεναν στα χαμαιτυπεία τα κείμενα πλησίον των καταστημάτων του Αεριόφωτος («κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι», για να θυμηθούμε τους Μοιραίους του Βάρναλη) και στα δημοτικά οικήματα των Βούρλων.

Το μπορντέλο-στρατώνας τράβηξε μακριά από τον αναπτυσσόμενο Πειραιά μεγάλο μέρος των ξένων πληρωμάτων καθώς και των εγχώριων ανδρών του λιμεναρχείου και του Πολεμικού Ναυτικού (Αυτά τα ναυτάκια δεν ήταν καθόλου «ζουμπουρλούδικα», αλλά περιγράφονται σαν ζόρικοι τύποι, μέθυσοι, προκλητικοί και καυγατζήδες). Τα Βούρλα συγκέντρωσαν γύρω από τη μάντρα τους μεγάλο πλήθος του υποκόσμου, περιόρισαν την εξάπλωση των αφροδισίων και τακτοποίησαν το ηθικό πρόβλημα των νοικοκυραίων της πόλης.

Τα Βούρλα βρίσκονται μέσα σε κατοικημένη περιοχή

Με την καταστροφή του ’22 άρχισαν να καταφθάνουν στον Πειραιά καραβιές προσφύγων που κοιμήθηκαν νοικοκυραίοι και ξύπνησαν επί ξύλου κρεμάμενοι. Σοκαρισμένοι, πεινασμένοι και δυστυχείς ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλον μέσα σε τσαντίρια. Οι Πειραιώτες δεν τους καλοδέχτηκαν. Τους είδαν σαν ξένους και τους αντιμετώπισαν εχθρικά.

Ωστόσο κάπου έπρεπε να εγκατασταθούν. Για τον σκοπό αυτό απαλλοτριώθηκε το παλιό νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, αλλά ο χώρος δεν έφτανε. Η εγκατάσταση των προσφύγων εξαπλώθηκε πέρα από τον Άγιο Διονύσιο σε όλη τη Δραπετσώνα και βόρεια προς το Κερατσίνι και τα Ταμπούρια. Όταν λέμε εγκατάσταση προσφύγων, εννοούμε άθλιες συνθήκες ζωής. Οι παλιοί ίσως θυμούνται κάτι σπίτια να μπαλατζάρουν επικίνδυνα στα βράχια. Οι άνθρωποι που έφεραν μαζί με τις συνήθειές τους έναν πολιτισμό αιώνων πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, που ήταν παράγκες με πάτωμα το χώμα.

Η Δραπετσώνα εποικίστηκε με πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον Πόντο. Τα Βούρλα δεν ήταν πλέον έξω από την πόλη, αλλά μέσα σε κατοικημένη περιοχή.

Οικογένεια προσφύγων στη συνοικία Βούρλα το 1933.

«Εκειδά είναι οι παλιογυναίκες, που ντροπιάζουν τη γειτονιά και μας χαλάνε τον αέρα», απάντησε μια πρόσφυγας, όταν η Λιλίκα Νάκου τη ρώτησε να μάθει πού είναι τα Βούρλα.

Όμως, δεν ήταν μόνον οι «παλιογυναίκες». Γύρω από τα Βούρλα μια συνομοταξία ανθρώπων ζούσε από και στην παρανομία: σωματέμποροι, νταβατζήδες, έμποροι ναρκωτικών, τεκετζήδες, χασισοπότες, νταήδες, αλήτες, κλέφτες, τζογαδόροι. Όλοι αυτοί είχαν τα στέκια τους γύρω από τη μάντρα, αλλά και σε μεγαλύτερη ακτίνα.

Από το Χατζηκυριάκειο μέχρι τη Δραπετσώνα υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα τεκέδες, στεγασμένοι σε καφενεία και ουζάδικα, όπου σύχναζαν άνθρωποι της φάρας -το σκυλολόι, που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του και τραβούσε μαχαίρι για ψύλλου πήδημα. Οι εφημερίδες των αρχών του αιώνα δημοσίευαν πολύ συχνά ειδήσεις για μαχαιρώματα και χασισοποσίες.

Σκυλολόι ήταν «όλη η συνομοταξία των εν συγκρούσει προς τον Ποινικόν Νόμον ζώντων ατόμων». Από το «Λεξικό της πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη.

Αυτά τα μαγαζιά δεν ήταν γραφικά απόκεντρα καφενεδάκια, όπου απολάμβανες ήσυχα τον καφέ σου. Ιδιοκτήτης και θαμώνες ήταν άνθρωποι της φάρας και περνώντας απ’ έξω άκουγες το μπουζούκι και τη μυρωδιά του χασίς. Μερικοί από τους αγαπημένους μας ρεμπέτες είχαν αγαπητικιές στα Βούρλα και κάμποσα μαχαιρώματα στο ενεργητικό τους. Και -μην πέσετε από τα σύννεφα- ήταν μεγάλοι χασισοπότες! «Η Δραπετσώνα», είπε ο Μάθεσης -σκύλος μαύρος!- «ήταν απ’ τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς». Οι περισσότεροι ρεμπέτες πέρασαν από τη Δραπετσώνα. Γιοβάν Τσαούς, Γιώργος Μπάτης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Στράτος Παγιουμτζής, Δελιάς Δελιάς, Μάρκος Βαμβακάρης… μεγάλος ο κατάλογος.

Τα πράγματα ήταν ζόρικα και επιπλέον σκοτεινά, λόγω έλλειψης δημοτικού φωτισμού. Όσο για δρόμους; Κουρνιαχτός το καλοκαίρι, λάσπη τον χειμώνα.

Γύρω από τα Βούρλα υπήρχαν κάποιοι τεκέδες που λειτουργούσαν ως ιδιότυπα πορνεία. Εκεί η συνουσία γινόταν από μία τρύπα στον τοίχο, χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή του πελάτη με την πόρνη, η οποία ήταν προσφυγοπούλα και αδήλωτη.

Τα Βούρλα ήταν γνωστά σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου.

Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στον τόπο μας, μετέτρεψαν τα Βούρλα σε φυλακή. Όταν ξεκουμπίστηκαν, το ελληνικό κράτος διατήρησε τη φυλακή με το όνομα Δικαστική Φυλακή Πειραιώς, για ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους. Το 1955 είκοσι εφτά κρατούμενοι κομουνιστές οργάνωσαν και πραγματοποίησαν μία απόδραση σαν εκείνη της ταινίας The Great Escape, σκάβοντας τούνελ και βγαίνοντας σ’ ένα εργοστάσιο που ήταν απέναντι από τη μάντρα.

Τα Βούρλα απασχόλησαν τις εφημερίδες το καλοκαίρι του 1955, λόγω της συνταρακτικής απόδρασης 27 κομουνιστών κρατουμένων. Η φωτογραφία δείχνει την είσοδο, την πορτάρα, που βρισκόταν στην οδό Ψαρρών.

Η κρίσιμη δεκαετία του ’30

Στη δεκαετία του ’30 τα Βούρλα θα έδυαν, αλλά η Τρούμπα δεν είχε ανατείλει ακόμα.

Η δεκαετία του ’30 σήμαινε κρίση -παγκόσμια και εσωτερική-, ανεργία και πληθωρισμό, πείνα και συσσίτια, αισχροκέρδεια και τοκογλύφους, κρατική αυθαιρεσία και χρεοκοπία, άνοδο του φασισμού, επικράτηση του ναζισμού και παραμονές πολέμου. Το βάρος της το ένιωσαν πιο πολύ τα κατώτερα αστικά στρώματα, οι αγρότες, οι εργάτες και οι πρόσφυγες, που είχαν οδηγηθεί σε μαύρη απόγνωση.

Τίτλοι από εφημερίδες του ’30

Όσο για τη θέση της γυναίκας; Εκείνες που μιλούσαν για ισότητα των δύο φύλων, όπως ο Σύνδεσμος των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, αντιμετώπιζαν αντίδραση και σαρκασμό τόσο από άντρες όσο και από γυναίκες. Το γυναικείο μεροκάματο ήταν μικρότερο από το αντρικό για ίση δουλειά. «Τι τα θέλει τα λεφτά η γυναίκα; Για λούσα;». Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα η γυναίκα ήταν μερικώς ικανή για δικαιοπραξία, όπως οι ανήλικοι και οι ολιγοφρενείς. Επίσης ο Αστικός Κώδικας ρύθμιζε το ζήτημα της προίκας, που ήταν προϋπόθεση για έναν γάμο, και όριζε ότι ο άντρας είναι η κεφαλή της οικογένειας. Η τιμή του πατέρα και του αδερφού ήταν αιτία φόνων.

Αγγελίες γάμου από εφημερίδα του 1937

Όταν με τα πολλά η γυναίκα απέκτησε δικαίωμα ψήφου, το 1930, αυτό αφορούσε μόνο τις δημοτικές εκλογές. Μπορούσαν να εκλέγουν, αλλά όχι να εκλέγονται, όσες γυναίκες είχαν βγάλει το δημοτικό και είχαν περάσει τα τριάντα.

Η εφημερίδα Εμπρός στις 3 Δεκεμβρίου 1930 χαιρέκακα προεξοφλεί ότι ο «Αγώνας της Γυναίκας» χρεοκόπησε.

Περιττό να πούμε ότι οι πόρνες θεωρούνταν εκφυλισμένες, διεστραμμένες, διεφθαρμένες, μιάσματα και άλλα φοβερά.

Τα Βούρλα τη δεκαετία του ’30

Η εφημερίδα Ανεξάρτητος δημοσίευσε στις 12 Νοεμβρίου του 1933 το ρεπορτάζ του Μανώλη Κανελλή.

Ανεξάρτητος, 12-11-1933

Ο Κανελλής πήγε στο μπορντέλο-στρατώνας φορώντας ρεπούμπλικα, κολάρο και γραβάτα (άρα ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα). Δεν φανέρωσε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, αλλά δεν επιδίωξε και να κερδίσει την εμπιστοσύνη κανενός. Κατέγραψε τις εντυπώσεις του αφ’ υψηλού, με στομφώδεις περιγραφές και μισογυνισμό. Ωστόσο οφείλουμε στο ρεπορτάζ του πολύτιμες πληροφορίες.

Ακρόπολις 16-2-1936

Τον Φεβρουάριο του 1936 η εφημερίδα Ακρόπολις δημοσίευσε σε συνέχειες μια πρωτοποριακή έρευνα που έκανε η Λιλίκα Νάκου για λογαριασμό του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας.

Ο τίτλος του ρεπορτάζ της Νάκου άλλαξε ελαφρώς τις υπόλοιπες μέρες.

Η Νάκου πήγε στα Βούρλα χωρίς κριτική διάθεση και κέρδισε την εμπιστοσύνη τεσσάρων γυναικών, που σιγά σιγά της ανοίχτηκαν, της έψησαν καφέ, της έκαναν το τραπέζι, την πήραν τα δωμάτιά τους και διώξανε πελάτες για να μη χάσουν τη συντροφιά της· εκείνη πήγε και ξαναπήγε στα Βούρλα, κατέγραψε τις ιστορίες τους και φεύγοντας τους άφησε τη χαρά πως επιτέλους μίλησαν με κάποια γυναίκα που τις καταλάβαινε.

Τον Μάρτιο του 1936, την ημέρα της γυναίκας, ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε ένα μικρό και περιεκτικό άρθρο για τα Βούρλα. Υπογραφή Γ.Α.Β.

Στη θέση αυτή βρισκόταν το μπορντέλο-στρατώνας των Βούρλων. Ο χάρτης είναι σύγχρονος. Την εποχή που χτίστηκαν τα Βούρλα, αριστερά από τον Άγιο Διονύσιο ήταν ερημιά.

Πώς ήταν τα Βούρλα;

Τα Βούρλα περιστοιχίζονταν από μια ψηλή, ασβεστωμένη μάντρα, που ασφάλιζε με μια κόκκινη πορτάρα ύψους τριών μέτρων και πλάτους δυο. Αυτή η πορτάρα ήταν η μοναδική είσοδος, βρισκόταν στην οδό Ψαρρών και φρουρούταν. Τη νύχτα τα Βούρλα άδειαζαν και η πορτάρα έκλεινε. Κανείς άλλος δεν επιτρεπόταν να διανυκτερεύσει εκτός από τις πόρνες και την αστυνομική δύναμη. Αλλά όλο και κάποιος αγαπητικός πηδούσε τη μάντρα.

Η πορτάρα των Βούρλων

Το πρωί η πορτάρα άνοιγε και τα Βούρλα ξαναγέμιζαν. Μερικοί πελάτες έρχονταν από το πρωί, ανάλογα με τα καράβια που έπιαναν λιμάνι στον Πειραιά.

Περνώντας την πορτάρα ανοιγόταν μπροστά μία αυλή στην οποία υπήρχαν τρεις πτέρυγες. Οι πτέρυγες λέγονταν μπούκες και η καθεμιά είχε δική της είσοδο. Κάθε μπούκα αποτελούταν από δύο σειρές των δώδεκα δωματίων η καθεμιά, αντικριστά η μία στην άλλη, που τις χώριζε ένας φαρδύς ακάλυπτος διάδρομος, σαν εσωτερική αυλή.

Οι πόρτες και τα παράθυρα των δωματίων κάθε μπούκας έβλεπαν στον διάδρομό της. Στις κάμαρες αυτές ζούσαν και δούλευαν οι πόρνες.

Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι αυτή τη διαρρύθμιση δεν διευκόλυνε την επικοινωνία της κάθε μπούκας με τις υπόλοιπες.

Στα Βούρλα έμεναν γυναίκες που είχε πιάσει η αστυνομία χωρίς χαρτιά και επιπλέον ήταν άρρωστες. Αφού τις έστελναν στου Συγγρού για θεραπεία, κατόπιν τις έκλειναν στα Βούρλα. Κατανέμονταν στις μπούκες ανάλογα με την ηλικία τους.

Οι νεαρές, ηλικίας από 14 ώς 18 χρόνων έμεναν στο πρώτο τμήμα, στο αριστοκρατικό. Ήταν στη σειρά νεόκτιστες και καθαρές κάμαρες ασπροασβεστωμένες. Μπροστά ο διάδρομος πλακοστρωμένος με πολλές γλάστρες .

Στο δεύτερο τμήμα έμεναν γυναίκες μέσης ηλικίας, από 18 ώς 40 χρόνων. Ο Μάρκος Βαμβακάρης λέει ότι έγινε αγαπητικός στο μπορντέλο μιας πόρνης, είκοσι εφτά-είκοσι οκτώ χρονών, το οποίο βρισκόταν στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων.

Οι γερασμένες πόρνες έμεναν στο παλιότερο κτίριο -στο πρώτο που χτίστηκε. Ποιες θεωρούνταν γριές; Οι γυναίκες από 40 ώς 50 χρόνων.

Δίπλα στο παλιό κτίριο ήταν το εστιατόριο, όπου έτρωγαν όλες οι γυναίκες, πληρώνοντας για το φαγητό τους.

Στα Βούρλα λειτουργούσε μονίμως ιατρείο. Ο γιατρός επέβλεπε τις γυναίκες κάθε μέρα.

Κάθε μπούκα είχε τις τουαλέτες, τα λουτρά και το καφενείο της.

Περάσαμε όλη την πλατεία, μπήκαμε σε κάτι σπιτάκια, τα περάσαμε κι αυτά και τέλος βρεθήκαμε σ’ ένα καφενείο. Πέντε έξι γυναίκες με ρόμπες καθισμένες στις καρέκλες κουβέντιαζαν.

Μπαίνοντας από την πορτάρα, δεξιά ήταν ο «σταθμός της χωροφυλακής» και αριστερά ένα «καφφενείο». Ο Κανελλής, πριν βαδίσει προς τα κυρίως Βούρλα, δηλαδή στις μπούκες, είδε σ’ αυτό το καφενείο μία παρέα «κρασωμένων κούκων» που τραγουδούσαν με τη συνοδεία ενός φωνόγραφου:

Σαν το μαρκούτσι του αργελέ
είναι η γάμπα σου, καλέ.

Ακρόπολις 17-2-1936

Η αστυνομία φρουρούσε την πορτάρα, τηρούσε την τάξη και επιτηρούσε τις γυναίκες. Καμία γυναίκα δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τα Βούρλα χωρίς κάποιος σοβαρός άνθρωπος να εγγυηθεί γι’ αυτήν και ν’ αναλάβει όλη τη γραφειοκρατία και τα τρεχάματα στην αστυνομία. Κι επειδή δεν είχαν κανέναν δικό τους άνθρωπο να εγγυηθεί, αλλά ούτε πού να πάνε, δεν έφευγαν ποτέ. Είχαν όμως δικαίωμα εξόδου κατόπιν αδείας.

Η παρουσία της αστυνομίας ήταν απαραίτητη. Καθημερινά ξέσπαγαν καυγάδες: οι γυναίκες τσακώνονταν μεταξύ τους, με πελάτες ή με τους νταβατζήδες. Οι πελάτες και οι νταβατζήδες έδερναν τις γυναίκες. Οι μικρές ήταν ατίθασες και οι καυγάδες που ξεσπούσαν μεταξύ τους τελείωναν με ξύλο. Γενικά στα Βούρλα έπεφτε πολύ ξύλο.

Οι συμπλοκές, τα μαχαιρώματα και τα φονικά ήταν συχνά φαινόμενα. Οι νταβατζήδες έλυναν τις διαφορές τους με τα μαχαίρια.

Να! Μαλώνουν! Συμπλοκή!

Δύο παλληκαράδες -ίφιδες με κόκκινα ζουνάρια- καυγαδίζουν:

– Εμένα, ρε;

– Εσένα, ρε!

– Σε καρφώνω ώσπου να πεις αμάν!

Πόσες γυναίκες έμεναν στα Βούρλα;

Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω στα Βούρλα ζούσαν και δούλευαν 72 πόρνες (Α μπούκα 24 +Β μπούκα 24 + Γ μπούκα 24=72)

Σύμφωνα με τη Νάκου στα Βούρλα ζούσαν 100, σύμφωνα με τον Κανελλή 150 ή 160 και σύμφωνα με τον ΓΑΒ 150 γυναίκες. Δεδομένου ότι ήταν κανόνας η κάθε πόρνη να έχει το δικό της δωμάτιο, δημιουργείται η απορία δικαιολογούνται αυτοί οι αριθμοί. Πρόκειται για υπερβολή; Προστέθηκαν καινούργια δωμάτια, τα οποία αργότερα καταργήθηκαν;

Το ζήτημα του αριθμού των γυναικών παραμένει ανοιχτό.

Η καινοτομία

Στα Βούρλα δεν υπήρχε μαντάμα. Η μαντάμα ή μαμά ήταν ο εφιάλτης της πόρνης. Η μαντάμα την αγόραζε από τον σωματέμπορο και για να κάνει απόσβεση, την εκμεταλλευόταν άγρια.

Ο σωματέμπορος ήταν ο άλλος εφιάλτης της πόρνης. Για τον σωματέμπορο η κοπέλα ήταν ένα εμπόρευμα από το οποίο έπρεπε να αποκομίσει κέρδος. Γλυκά λόγια στην αρχή και άγριο ξύλο στη συνέχεια. Ο σωματέμπορος την είχε ψαρέψει ή είχε αγοράσει τα χρέη της, την είχε δέσει με συμβόλαιο, την κρατούσε αιχμάλωτη και την πουλούσε σε άλλη πόλη ή και σε άλλη χώρα με πλαστά χαρτιά. Όταν η κοπέλα επέστρεφε, αν επέστρεφε, ήταν ερείπιο. Οι γυναίκες των Βούρλων έτρεμαν τους σωματέμπορους. Κάποιες μάλιστα φοβόνταν να ξεμυτίσουν.

Στην ιστορία κάθε πόρνης υπήρχε κι ένας σωματέμπορος.

[…] Το καλό είναι εδώ πέρα πως δεν έχουμε στο κεφάλι μας κανέναν να μας εκμεταλλεύεται. Ό,τι κερδίσουμε είναι δικά μας. Το χειρότερο πράγμα για μας -ο μπαμπούλας- είναι οι διευθύντριες των σπιτιών, αυτές που λένε μαμάδες. Γιατί οι μαμάδες εκμεταλλεύονται τα κορίτσια που χρεώνονται εφόρου ζωής σ’ αυτές. Εδώ ζούμε η καθεμιά μ’ αυτά που κερδίζουμε. Εγώ είμαι εδώ μέσα δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.

Όταν κλείσαν τα σπίτια εγώ χρεώθηκα. Μας κυνηγάνε οι σωματέμποροι, μας κυνηγάνε οι μαμάδες, μας κυνηγάνε όσοι πουλάνε τα ναρκωτικά…».

Αυτά είπε στη Λιλίκα Νάκου η Ασπασία η κουφή.

Το 1936 ακούστηκε ότι σ’ έναν χρόνο θα έκλειναν τα Βούρλα. Καμία από τις κοπέλες δεν ήθελε να φύγει.

«Εδώ έχουμε προστασία, περίθαλψη, δεν νιώθουμε τη μοναξιά μας. Αν μας πετάξουνε στους δρόμους, χαθήκαμε. Θα πέσουμε στα χέρια των σωματεμπόρων», λέγανε φοβισμένες.

Μια έκθεση της αστυνομίας Πειραιά γράφει ότι από 350 γυναίκες που έπεσαν στην πορνεία, οι 250 στα βιβλία φέρονται ως πουλημένες από σωματέμπορους.

Κάποτε οι ιδιότητες του προαγωγού και του σωματέμπορου συγκεντρώνονταν στο πρόσωπο κάποιου οικείου.

Σαράντα το νοίκι, είκοσι πέντε η βίζιτα

Οι πόρνες κατοικούσαν μέσα στα Βούρλα και δούλευαν για λογαριασμό τους χωρίς μεσολάβηση μαμάς. Πλήρωναν σαράντα δραχμές την ημέρα για το ενοίκιο του δωματίου και για τα έξοδα του γιατρού· το φαγητό και τα πλυστικά ήταν ξεχωριστά. Ο ΓΑΒ μιλάει για πενήντα δραχμές την ημέρα.

Το ενοίκιο της κάμαρας ήταν όσο το μεροκάματο ενός εργάτη στα μεταλλεία του Λαυρίου. Το μεροκάματο μιας πόρνης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, έφτανε το εικοσιπενταπλάσιο στις καλές εποχές, που έπεφτε πολλή πελατεία.

Ριζοσπάστης, Μάρτιος 1936.

Στο «καφφενείο» ο Κανελλής γνώρισε την Κική Λουμπίνα. Ήταν αδύνατη, ναρκομανής, με τα σημάδια της σύριγγας στο μπράτσο και τα χέρια βαμμένα με χένα. Τον κάλεσε κοντά της λέγοντας: «Ψσστ, με το ρεπουμπλίκι!». Οι πόρνες είχαν πικρές εμπειρίες από τους κυρίους με τα κολάρα και δεν τους είχαν εμπιστοσύνη.

«Ρε κύριος, ρε! Τι γυρεύεις εδώ; Δεν είσαι για τα μας. Είσαι για τον κινηματογράφο, είσαι για το θέατρο, είσαι για τα πανσιόν. Δεν είσαι για τα μας».

Το «ρεπουμπλίκι» του Κανελλή ξεχώριζε ανάμεσα στους σκούφους, στις τραγιάσκες και στους μπερέδες. Ο Κανελλής ενδιαφέρθηκε να μάθει τις τιμές.

– Και πόσο παίρνεις στη βίζιτα;

– Σαράντα τις. Μπρος! Τσούλα!

Σαράντα; Είναι από τις καλές. Οι άλλες μόλις εισπράττουν 15 έως 30 δραχμές. Κική η Λουμπίνα είναι από τας αριστοκράτιδας των Βούρλων, διότι έχουν και αι κολάσεις την ιεραρχία των.

Την κερνούμε ρακί. Το ρουφά γαργαρίζοντας με σπασμούς εμετού και ψελλίζει αδιάκοπα:

– Σαράντα της! Τσούλα…

Η Κική Λουμπίνα μπορεί να του τα φούσκωσε κανένα δεκάρικο, μπορεί και όχι. Πάντως οι τιμές των γυναικών στα Βούρλα ήταν πολύ χαμηλές σε σύγκριση με τις τιμές των άλλων, που έφταναν τις διακόσιες ή και τις τριακόσιες δραχμές, όπως στα χλιδάτα σπίτια της Μιχαήλ Βόδα και της Μάρνη στην Αθήνα. Βέβαια δεν έφτανε αυτό το ποσό στην τσέπη της χλιδάτης πόρνης, γιατί περνούσε από την αφαίμαξη της μαντάμας.

Οι γυναίκες της μεσαίας μπούκας έπαιρναν είκοσι πέντε δραχμές από κάθε πελάτη. Πηγή

Ποιες έμεναν στα κατσικάδικα, τι δουλειά έκαναν οι τσατσάδες, ένας γνωστός ρεμπέτης αγαπητικός στα Βούρλα, οι νταβατζήδες, πώς αντιμετωπίζονταν οι παλιαρρώστιες και τα πρώτα προφυλακτικά

Τα δωμάτια των γυναικών

Έξω από κάθε πόρτα ήταν γραμμένος ο αριθμός του δωματίου και σε μία ταμπελίτσα το όνομα της ενοίκου.

Η πόρνη δεν δήλωνε ποτέ το αληθινό της όνομα.

Στη Σμύρνη Μέλπω, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στον Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό,
τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα…
λέει στο ποίημα «Αμαρτωλό» η Γαλάτεια Καζαντζάκη.

Η πόρνη γινόταν γνωστή με ένα ψεύτικο όνομα, που συνήθως συνοδευόταν από ένα παρανόμι. Με τον καιρό ξεχνούσε το αληθινό της όνομα.

Μαίρη το Φρουφρού
Αγγέλα η γκαβή
Φρόσω Αλλοίμονη
Νίτσα Σερσέμα
Ζουζού
Κική Λουμπίνα
Ασπασία η κουφή

Το παρανόμι της Νίτσας σήμαινε χαζοβιόλα, ενώ η Κική είχε για παρατσούκλι μια λέξη που σήμαινε: 1. ομοφυλόφιλος, 2. πόρνη και 3. άνθρωπο μπαμπέση.

Κάθε κάμαρα ήταν μικρή σαν κελί, είχε πόρτα, ένα παράθυρο, έναν ντενεκεδένιο λαβομάνο και ήταν εξοπλισμένη μ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα τραπέζι και δύο καρέκλες. Αυτά μαζί με τα κλινοσκεπάσματα τα παρείχε το κράτος. Κάποιες γυναίκες αγόραζαν δικά τους έπιπλα, γιατί δεν ήθελαν να είναι «κουρελούδες». Διακοσμούσαν τα δωμάτιά τους ανάλογα με το γούστο τους και φρόντιζαν να έχουν μια υποτυπώδη οικοσκευή. Μπρίκι, καμινέτο και φλιτζάνια για το τρατάρισμα του καφέ, λάμπα πετρελαίου για όταν χάλαγε το ηλεκτρικό. Τα πρωινά που η δουλειά ήταν λίγη συγύριζαν τα ρούχα και τα δωμάτιά τους, όπως οι νοικοκυρές. Άλλες κάθονταν στην αυλή, φορώντας ρόμπες χτυπητές και κόκκινες κάλτσες, καπνίζανε, χτένιζε η μια την άλλη και λιάζονταν. Άλλες κάθονταν στο καφενείο της μπούκας και κουβέντιαζαν.

Ο ΓΑΒ είδε από μια ανοιχτή πόρτα μια μητέρα να κρατάει στην αγκαλιά της το μωρό της και να το βυζαίνει. Η Νάκου είδε ένα αγόρι ώς οκτώ χρόνων μ’ ένα κατσαρόλι στο χέρι να περιμένει τη μητέρα του όρθιο μπροστά στην κλειστή της πόρτα, μέχρι να βγει ο πελάτης.

Σύμφωνα με τον κανονισμό οι πόρνες δεν επιτρεπόταν να συνοικούν στα δωμάτιά τους με συγγενείς και με ανήλικους. Γι’ αυτό, όσες ήταν μητέρες, ανέθεταν τη φύλαξη των παιδιών τους σε παραμάνες.

Όσο για τους συγγενείς τους, κανένας δεν καταδεχόταν περάσει την πορτάρα των Βούρλων για να τις επισκεφτεί. Οι δικοί τους δεν ήθελαν να τις ξέρουν και στα χωριά έλεγαν ότι είναι πεθαμένες.

Εύρισκαν καταφύγιο η μια στο δωμάτιο της άλλης: «Σαν βροντάει, σαν φοβόμαστε, σαν πέφτει ξύλο στο καφενείο, κλεινόμαστε μαζί εδώ πέρα και κάνουμε συντροφιά».

Τα κατσικάδικα

Όπως είπαμε οι πόρνες κατανέμονταν στις μπούκες ανάλογα με την ηλικία τους. Οι γερασμένες πόρνες -γριές θεωρούνταν οι γυναίκες από 40 ώς 50 χρόνων- έμεναν στα κατσικάδικα. Έτσι αποκαλούσαν λόγω της βρόμας του το παλιότερο κτίριο -το πρώτο που χτίστηκε. Βρομερό, υγρό, σκοτεινό με σαραβαλιασμένες σκάλες. Θλιβερό σαν τις ενοίκους του, που συχνά δεν είχαν λεφτά ούτε για να φάνε. Παρόλο το φτιασίδωμα και την καραμπογιά και παρόλο που ήταν οι φτηνότερες, κανένας δεν τις ήθελε. Κάποιες πονόψυχες πόρνες τους έστελναν κάπου κάπου κανέναν πελάτη.

Στα πενήντα τους έφευγαν από τα Βούρλα ύστερα από χρόνων εγκλεισμό. Όσες δεν είχαν λεφτά ήταν καταδικασμένες να καταντήσουν στον δρόμο. Κανένα σπίτι δεν καταδεχόταν να τις πάρει ούτε για να κάνουν την πιο ταπεινή δουλειά. Σε εργοστάσιο πάλι δεν άντεχαν να δουλέψουν, γιατί οι περισσότερες ήταν άρρωστες.

Έκαναν καλντερίμι ή κατέληγαν στα εγκαταλελειμμένα καΐκια ή γίνονταν ζητιάνες και πέθαιναν από την πείνα έξω από τη μάντρα των Βούρλων. Στα καΐκια κατέληγαν επίσης και οι διωγμένες από τα Βούρλα.

Τα Βούρλα δεν ήταν ο πάτος του αγοραίου έρωτα. Υπήρχε και πιο πάτος: ήταν τα παροπλισμένα καΐκια, όπως το σλέπι στο ποίημα του Καββαδία. Η πλήρης εξαθλίωση.

Κοινές γυναίκες το ‘χουν κάνει τώρα «σπίτι»
αλήτες και πρεζάκηδες η πελατεία…

Ο Νίκος Καββαδίας γνώριζε και τα σλέπια και τα Βούρλα και είχε φιλίες με πόρνες.

Όσες είχαν βάλει χρήματα στην άκρη άνοιγαν σπίτια και γίνονταν μαμάδες. Μα αυτές ήταν λίγες. Οι περισσότερες έλεγαν «Σάματι σαν πεθάνουμε, τα λεφτά θα τα πάρουμε μαζί;» και δεν είχαν κομπόδεμα.

Τις προάλλες ήρθε εδώ μια γριά και μας ζήτησε να κοιμηθεί και να φάει ψωμί. Είχε να φάει τρεις μέρες, μας έλεγε. Είχε κάνει δεκαπέντε χρόνια στα Βούρλα! Κι ήρθε εδώ για να πεθάνει κοντά μας. Γιατί πέθανε. Γύρευε μάλιστα και παπά. Μα δεν την πρόφταξε ούτε να την κοινωνήσει. Αμαρτωλή θα παρουσιαστεί μπροστά στον Θεό…

Ο Θεός; Μία από τις κοπέλες, η Μυρσίνη, είχε κρεμασμένο πάνω από το κρεβάτι της έναν σταυρό κεντημένο σε καμβά. Και ασφαλώς δεν ήταν η μόνη. Η αγάπη του Θεού χωράει και τον έσχατο, όχι όμως και οι καρδιές των ανθρώπων.

«Πήγαμε μια φορά στην εκκλησία, εδώ στη γειτονιά. Πάει καιρός. Μα δεν το ξεχνάμε… Γιατί αμέσως μόλις πατήσαμε κι οι τρεις, όλες οι «τίμιες» γυναίκες γυρίσανε, μας αγριοκοιτάξανε κι αρχίσανε να μας φτύνουνε στα μούτρα. Τότε εγώ έμπηξα τις φωνές και άρχισα να βρίζω… Η λειτουργία σταμάτησε. Τέλος έγινε φασαρία και μας βγάλανε έξω από την εκκλησία κακήν κακώς », είπε στη Λιλίκα Νάκου η Ξανθούλα που ήταν δεκαέξι χρόνων.

Τι ήταν οι τσατσάδες

Από τις πόρνες εξοικονομούσαν τα προς το ζην οι πορτιέρισσες, που με αντίτιμο μια δραχμή οδηγούσαν τον πελάτη, και οι κουβαδίστρες, που έφερναν κουβάδες με νερό στα δωμάτια, για το πλύσιμο του πελάτη μετά τη συνουσία, και πληρώνονταν πέντε δραχμές τον κουβά, δηλαδή όσο έκανε ένα μικρό πακέτο με 11 τσιγάρα (Παλιά, τα κανονικά πακέτα είχαν 22 τσιγάρα, αλλά αργότερα τα δύο επιπλέον πήγαν υπέρ της αεροπορίας, και τα μικρά πακέτα αντιστοίχως μειώθηκαν κατά ένα τσιγάρο). Οι υπηρέτριες ήταν φτωχές και καταρρακωμένες πόρνες, που γέρασαν στα Βούρλα και είχαν την τύχη να μη βρεθούν στο δρόμο.

Ο Κανελλής και η Νάκου περιγράφουν τη φοβερή καταρράκωση αυτών των ναυαγίων της ζωής.

Μια υπηρέτρια που βγήκε από ένα δωμάτιο, ήταν να τη βλέπεις στον ύπνο σου και να τη φοβάσαι, γράφει η Νάκου.

Μια πορτιέρισσα βήχει. Ω Θεέ μου, ο βήχας της! Υπόκωφος, σπηλαιώδης, συρίζων σαν από πνεύμονας βρυκόλακος. Αυτός ο ανατριχιαστικός βήχας, που δεν συναντάται πουθενά αλλού, είναι η ειδικότης των Βούρλων. Σήμα χάρου…

– Γκουχχχσσστ!

Την πλησιάζουμε ταραγμένοι. Είναι γριά. Πόσο; Ποιος ξέρει; Οι γυναίκες στα Βούρλα έχουν μόνο μία ηλικία. Την ηλικία του πτώματος.

Αδύνατη. Κοντή. Κυρτή, με το μούτσουνο σχεδόν βυθισμένο στα ξύλινα κανιά της. Το πρόσωπό της είναι παγωμένο από τα σαράκια των παθών. Η μύτη γρυπή -μύτη αποτρόπαιας γλαυκός κοιμητηρίου- καταρρέει προς το τριχωτό και ζαρωμένο πηγούνι. Και είναι σαν να νυστάζει θάνατο το βλακώδες και σπανό της βλέφαρο.
Τραυλίζει:

– Ρε βλάμη, είμαι χαρμάνισσα.

– Λοιπόν;

– Τσιγαρλίκι!

Ο Κανελλής κι ο συνεργάτης του δεν της έδωσαν τίποτα και προχώρησαν, ενώ εκείνη από πίσω τους έβριζε.

Αυτή η φωτογραφία είναι μία από τις λίγες απεικονίσεις γυναικών στο περιβάλλον των Βούρλων που έχουμε. Παρουσιάζει την τσατσά Ντουντού ως δράκαινα και κλειδοκρατόρισσα. Η Ντουντού συστήθηκε στον Κανελλή ως «τσατσά Ντουντού». Μία από τις σημασίες της λέξης τσατσά είναι υπηρέτρια. Η Ντουντού δεν ήταν παρά μια υπηρέτρια και η λεζάντα δεν είναι παρά δημοσιογραφική υπερβολή.
Προφανώς υπήρχε κάποια ιεράρχηση μεταξύ των τσατσάδων και κατονομή των εργασιών τους.

Πίσω από τα βουνά των ωμοπλατών της σαλεύουν δυο τρεις κάτισχνες σκιές.
Είναι οι πορτιέρισσες και οι κουβαδίστρες.

Η Αστυνομική Διάταξις αριθμός 35 από 18-11-1924 «Περί λειτουργίας οίκου ανοχής Βούρλων και υποχρεώσεων κοινών γυναικών και Διευθυντριών» μιλάει για τις διευθύντριες των Βούρλων λες και το μπορντέλο ανοίγει τώρα, ενώ λειτουργεί ήδη από το 1875, λες και το ανοίγουν αυτές, και πρέπει να παρέχουν δωμάτια και εξοπλισμό στις πόρνες, να φτιάξουν εστιατόριο και καφενεία, ν’ ασχοληθούν με τις επισκευές και τους ελαιοχρωματισμούς, να ιδρύσουν νοσηλευτήριο και ιατρείο και άλλα διάφορα.

Π.χ. Εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της λειτουργίας του οίκου οφείλωσι να εκτελέσωσι απάσας τας επισκευάς των δωματίων, ήτοι υδροχρωματισμούς, ελαιοχρωματισμούς, επισκευήν δαπέδων και επίστρωσιν αυτών δια μουσαμά, εγκαταστάσεις ιατρείου, νοσηλευτηρίου, εστιατορίου, μαγειρείου, κ.λ.π.

Αυτά ήταν υποχρεώσεις της επιχείρησης που είχε την εκμετάλλευση των Βούρλων και όχι βέβαια των υπηρετριών. Η αστυνομική διάταξη δεν μας διαφωτίζει καθόλου πώς ήταν οργανωμένη ζωή και η ιεραρχία.

Τα ίδια πάνω-κάτω επαναλαμβάνονται και στη μεταγενέστερη αστυνομική διάταξη του 1955, που ρύθμιζε τις υποχρεώσεις των μαμάδων. Τότε τα Βούρλα, το δημόσιο μπορντέλο-στρατώνας που δημιούργησε ο δήμος του Πειραιά, είχαν κλείσει και είχε ανοίξει η μπουρδελογειτονιά Τρούμπα, με τα ιδιωτικά μπορντέλα.

Στην Τρούμπα, ναι, υπήρχαν μαντάμες. Στα Βούρλα όχι. Πάντως, το όνομα του Πιπινέλη ήταν ανακατεμένο και στις δύο περιοχές, όπως μας πληροφορεί ένας στίχος.

Πότε Βούρλα, πότε Τρούμπα,
γεια σου, Πιπινέλη, λούμπα.

Ο Κανελλής, που στο ρεπορτάζ του οφείλουμε τη φωτογραφία, γράφει ότι η τσατσά Ντουντού κρατούσε τα κλειδιά των δωματίων και έδινε στους πελάτες μάρκες κατανάλωσης.

Η πληροφορία δημιουργεί απορία. Μάρκες χρησιμοποιούσαν στα μπορντέλα, όπου υπήρχε μαντάμα· ο πελάτης πλήρωνε την ταρίφα στη μαντάμα κι έπαιρνε μια μάρκα, την οποία έδινε στην πόρνη μετά τη συνουσία. Αν ο πελάτης δεν ήθελε να δώσει τη μάρκα, τον αναλάμβανε ο μπράβος του καταστήματος. Η πόρνη εξαργύρωνε τις μάρκες της στη μαντάμα κι έπαιρνε το ποσοστό της. Στα Βούρλα όμως οι γυναίκες δούλευαν για λογαριασμό τους.

Τη φιγούρα της μαντάμας συναντάμε στα ιδιωτικά μπορντέλα. Ο πίνακας πίσω της έχει τις φωτογραφίες των κοριτσιών του σπιτιού, τα ονοματά τους και την ένδειξη αν είναι διαθέσιμες ή όχι.

Από το Λεξικό της πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη.

Η τσατσά Ντουντού είπε στον Κανελλή «Μπρος! Θα παντρευτείτε;». Ο ΓΑΒ, πάλι, άκουσε την αγριοφωνάρα μιας γριάς απόμαχης του επαγγέλματος μ’ ένα φακιόλι στο κεφάλι «Άντε, κορίτσια, να γράφουμε!».

Με άλλα λόγια οι δύο τσατσάδες προέτρεπαν πελάτες και πόρνες να μη χαζολογάνε. Από τις πόρνες είχε οικονομικό όφελος το δημόσιο και η κερδοσκοπική επιχείρηση του εργολάβου που εκμεταλλευόταν το ακίνητο και τις γυναίκες. Όχι άδικα, λοιπόν, ο δήμος του Πειραιά και ο εργολάβος στιγματίστηκαν ως σωματέμποροι από τις φεμινίστριες, από τον Σύνδεσμο των Δικαιωμάτων της Γυναίκας αλλά και από μέρος του τύπου.

Άρθρο από το περιοδικό του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας.

Από τις πόρνες ζούσαν επίσης, εκτός από τις υπηρέτριες, διάφοροι προμηθευτές, μικρέμποροι, ο μάγειρας, οι καφετζήδες, οι βοηθοί τους, τα βαποράκια, οι νταβατζήδες. Κι ακόμα τα σπίτια που είχαν αναλάβει τη φύλαξη των παιδιών όσων γυναικών ήταν μητέρες (και έκαναν έξτρα τραβηχτικές με διάφορες προφάσεις) ή οι οικογένειές τους που έπαιρναν εμβάσματα χωρίς να ξέρουν ποιος τα στέλνει…

Κάθε πόρνη είχε και μια τραγική ιστορία για το πώς απόμεινε χωρίς στήριγμα και κατρακύλησε ώς τα Βούρλα, που θα ήταν ο πάτος στην ιεραρχία του πληρωμένου έρωτα, αν δεν υπήρχαν τα σλέπια και τα Λαμαρινάδικα πίσω από τον Άγιο Διονύσιο.

Ο αγαπητικός

Κάθε πόρνη είχε τον νταβατζή της -τον προστάτη της, τον αγαπητικό της, με άλλα λόγια τον εραστή της, που την αγαπούσε (;), την έδερνε και της τα έπαιρνε. Τα χρήματα που έδινε η πόρνη στον αγαπητικό λέγονταν μίτζα ή τραμπούκο. Τον αποκαλούσε «το πρόσωπο», «ο δικός μου», «ο άνθρωπός μου». Η πόρνη εισέπραττε από τον «άνθρωπό της» αγάπη και ξύλο.

– Είναι άλλες που ξοδεύουν στους αγαπητικούς τα λεφτά τους. Εγώ, δόξα τω Θεώ, έπεσα σε καλά χέρια, εκτός από μια φορά που μου ‘σπασε τα πλευρά στο ξύλο…

– Κι άλλη μέρα τις μασέλες και σε πήγαμε στο φαρμακείο, της απάντησε η μικρή με τον φιόγκο.

– Ναι, εκτός απ’ όλα αυτά και που άμα θυμώσει λιγάκι βγάζει μαχαίρι, είναι καλός ο Μήτσος. Παράπονο δεν έχω.

Η Λιλίκα Νάκου θέλησε να μάθει ποια ανάγκη κάλυπτε ο αγαπητικός.

– Η μοναξιά μας είναι μεγάλη. Γι’ αυτό πιάνουμε και αγαπητικούς. Αλλιώς είναι κανείς σαν καλαμιά στον κάμπο. Και ψέματα να σου λέει ο αγαπητικός πως σ’ αγαπάει, και αυτό σου γλυκαίνει την καρδιά.

Όσο για το τραμπούκο και την εκμετάλλευση, η Θεανώ είπε:

– Πρώτα-πρώτα δεν είναι όλοι οι αγαπητικοί κακοί. Ύστερα η αγάπη σήμερα πληρώνεται. Οι πλούσιες δίνουν τις προίκες και τα κτήματα του πατέρα τους για ένα στεφάνι και λιγάκι αγάπη. Εμείς εδώ που βρισκόμαστε, έστω και για μια ψεύτικη αγάπη, να μην πληρώσουμε;

Η είδηση αφορά μια περίπτωση εκτός Βούρλων, αλλά είναι διαφωτιστική για τον τρόπο που φέρονται κάποιοι αγαπητικοί. Ο αγαπητικός επί δύο χρόνια όχι μόνον ζούσε ο ίδιος, αλλά και συντηρούσε την οικογένειά του από το τραμπούκο που έπαιρνε από την πόρνη. Όταν εκείνη τον χώρισε και κρυβόταν για να μην τη βρει, εκείνος την ανακάλυψε, της ζήτησε χρήματα κι επειδή του αρνήθηκε την τραυμάτισε σοβαρά.

Ας ξαναγυρίσουμε στον Μάρκο Βαμβακάρη, που ήταν αγαπητικός στα Βούρλα. Η πρώτη αγαπητικιά του, η Ειρήνη από τη Σύμη, του έδινε λεφτά και κουστούμια. Ύστερα ο Μάρκος αγάπησε μια άλλη πόρνη, τη Ζιγκοάλα από τη Μάνη, και την παντρεύτηκε. Η Ζιγκοάλα δεν στάθηκε καθόλου, μα καθόλου εντάξει, ο γάμος ναυάγησε και ο Μάρκος έγραψε το «Διαζύγιο».

Ο γάμος με τον αγαπητικό ήταν η κρυφή ελπίδα που έτρεφαν πολλές γυναίκες των Βούρλων, γιατί όχι μόνον θα έβγαιναν από την απομόνωση, αλλά θα είχαν και πρόσωπο στην κοινωνία. Το στεφάνι θα τις έκανε «κυράδες και τιμημένες».

Ο αγαπητικός τα είχε με μία πόρνη, αλλά μπορούσε να τα έχει με δυο και τρεις συγχρόνως. Η πόρνη όμως είχε μόνον έναν αγαπητικό. Μπορούσε να τον αλλάξει και να πάρει άλλον, αυτό όμως ήταν απιστία και προσβολή της τιμής, που ξεπλενόταν με αίμα: σήμαινε χαράκωμα του προσώπου της άπιστης και μαχαίρωμα του νέου εραστή, χωρίς να αποκλείεται και ο φόνος. Όταν ο αγαπητικός σκότωνε για τη δικιά του, εκείνη αναλάμβανε να τον συντηρεί μέχρι ν’ αποφυλακιστεί. Έτσι κι αλλιώς η πόρνη έπρεπε να συντηρεί τον αγαπητικό της, αν έμπαινε στη φυλακή. Ενδεχομένως στην περίπτωση που εγκληματούσε για χάρη της, η υποχρέωσή της να ήταν μεγαλύτερη. Εκείνος, πάλι, βγαίνοντας από τη φυλακή, έπρεπε να την ανταμείψει βάζοντάς της στεφάνι.

Για φαγητό και μετά για καφέ

Δίπλα στο παλιό σκοτεινό κτίριο, στα κατσικάδικα, σ’ ένα μέρος φυτεμένο γύρω με καλαμιές, δίπλα σε μια μεγάλη ξεραμένη συκιά, ήταν μια ταβέρνα με σκεπή από τσίγκο -το εστιατόριο των Βούρλων.

Μια πελώρια αίθουσα πλακοστρωμένη με πολλά τραπέζια. Όλα ήταν κατακάθαρα και οι λευκοί μουσαμάδες λάμπαν.

Ο κυρ-Αργύρης κρατούσε χρόνια το μαγαζί. Είναι ένα καλό γεροντάκι, που μιλά στις γυναίκες με τρόπο πατρικό. Στις φτωχές, που δεν έχουν πελατεία και επομένως ούτε να φάνε, κάνει ευκολίες. Ο κυρ-Αργύρης μ’ έναν μικρό που τον βοηθεί είναι οι μόνοι άντρες εδώ μέσα στην τραπεζαρία.

Οι πελάτες δεν τρώνε μαζί μας ποτέ. Αν τύχει κι έρθει κανένας αγαπητικός μας, μα κι αυτός δεν θέλει…

Αυτά γράφει η Λιλίκα Νάκου. Ο ΓΑΒ όμως είδε αλλιώς τα πράγματα:

«πιο κάτω είναι το μαγέρικο του Μπισμπίκη, αυτού που εκμεταλλεύεται τις… εκμεταλλευόμενες, βράζοντας όλες τις βρομιές. Προ δύο μηνών μια γυναίκα είχε πάθει δηλητηρίαση από κρέας που το είχε μαγειρέψει τρεις φορές».

Κάτι ήξερε η Μυρσίνη για τα μαγειρευτά του ταβερνιάρη, γι’ αυτό όταν προσκάλεσε τη Νάκου για φαγητό της είπε: «Εγώ θα σου κάνω το τραπέζι. Θα παραγγείλω ένα κοτόπουλο ψητό».

Όταν αργότερα πήγαν στο δωμάτιο της Ασπασίας της κουφής για καφέ, μία από τις γερασμένες πόρνες χτύπησε την πόρτα και ζήτησε ένα σάλι γιατί κρύωνε. Η Ασπασία της χάρισε το πανωφόρι της.

– Δεν το θέλω, πάρ’ το· έκανα άλλο, της είπε.

Και σαν έκλεισε η πόρτα, εξήγησε στη Νάκου:

– Έτσι της το είπα. Μα ξέρω, τουρτουρίζει η φτωχή και είναι άρρωστη. Σάματι τα ρούχα θα τα πάρω μαζί μου;

Μπορεί στα Βούρλα να έπεφτε πολύ ξύλο, αλλά η συμπόνια δεν έλειπε. Η ιστορία της Ασπασίας της κουφής είναι μια τραγική ιστορία με λάμψη μεγαλείου. Χάρη στο ρεπορτάζ της Λιλίκας Νάκου οι προσωπικές ιστορίες μερικών γυναικών, όπως της Ασπασίας που στήριζε την οικογένειά της παρόλο που την είχαν εγκαταλείψει ή της Θεανώς που γλίτωσε δεκάχρονο κορίτσι από τη φωτιά της Σμύρνης, σώζονται και θα τις δούμε στο τέλος.

Οι παλιαρρώστιες και οι Μπεμπέκες

Στη δεκαετία του ’30, λόγω της κρίσης, πολλές τίμιες βγήκαν αδήλωτες στον δρόμο. Αποτέλεσμα; Έξαρση των αφροδισίων.

1933

Προς χάριν των αριθμών αναφέρω ότι το 1930 υπήρχαν 395 δηλωμένες και 721 αδήλωτες. Τόσες αδήλωτες τσίμπησε η αστυνομία· στην πραγματικότητα ήταν πολύ περισσότερες. Βρέθηκαν να νοσούν 273 από τις δηλωμένες και 496 από τις αδήλωτες.

Οι αδήλωτες πολλαπλασιάστηκαν και αριθμοί αυξήθηκαν τα επόμενα χρόνια. Πριν από την πενικιλίνη, η θεραπεία της σύφιλης γινόταν με τις ενδοφλέβιες ενέσεις 606. Οι ενέσεις ήταν πανάκριβες (μια σειρά ενέσεων έκανε 400 δραχμές) και είχαν παρενέργειες.

1933

Η θεραπεία γινόταν στου Συγγρού ή σε κάποιο αντιαφροδισιακό ιατρείο. Πολλοί ασθενείς, που δεν μπορούσαν να διαθέσουν αυτό το ποσό, κατέφευγαν σε φτηνές θεραπείες ή πήγαιναν σε πρακτικούς γιατρούς, που χειροτέρευαν την κατάστασή τους.

Οι διαφημίσεις των εφημερίδων υπόσχονταν θεραπεία των αφροδισίων με διάφορα φαρμακευτικά σκευάσματα αμφίβολου αποτελεσματικότητας.

Οι γυναίκες των Βούρλων και των άλλων πορνείων μεταφέρονταν στου Συγγρού για θεραπεία μέσα σε κλειστές καρότσες ή αυτοκίνητα. Εκτός από του Συγγρού στην περιφέρεια Αθηνών-Πειραιώς υπήρχαν άλλα τρία αντιαφροδισιακά ιατρεία: δύο στην Αθήνα και ένα στον Πειραιά.

Οι καταχωρίσεις μεγάλου αριθμού αφροδισιολόγων στις εφημερίδες του μεσοπολέμου δίνουν ανάγλυφα το πρόβλημα.

Στη δεκαετία του ’30 εμφανίστηκε το πρώτο ελληνικό πρεζερβατίφ, το πρώτο ελληνικής κατασκευής προφυλακτικό, οι περίφημες Μπεμπέκες.

Διαφημίσεις του 1932 και 1936. Η Μπεμπέκα ήταν το πρώτο προφυλακτικό ελληνικής κατασκευής.

«Προφυλακτήρες» Ασπίς

Στο τρίτο μέρος: Οι πελάτες και το ψώνισμα, τι ήταν το μπανιστήρι, πώς αντιμετώπιζαν οι πόρνες τις θεούσες, σε τι χρησίμευε η σφυρίχτρα, ουσίες, οινοπνεύματα, η τραγική ιστορία του Ανέστη Δελιά με την Κούλα τη Σκουλαρικού και προσωπικές ιστορίες γυναικών των Βούρλων. Πηγή

Οι πελάτες και το ψώνισμα, τι ήταν το μπανιστήρι, πώς αντιμετώπιζαν οι πόρνες τις θεούσες, σε τι χρησίμευε η σφυρίχτρα, ουσίες, οινοπνεύματα, η τραγική ιστορία του Ανέστη Δελιά με την Κούλα τη Σκουλαρικού και προσωπικές ιστορίες γυναικών των Βούρλων.

Οι πελάτες και το ψώνισμα

Τα Βούρλα ήταν ανοιχτά για τους πελάτες από το πρωί που άνοιγε η πορτάρα, μέχρι τη νύχτα που ξανάκλεινε. Σύμφωνα με την αστυνομική διάταξη τη χειμερινή περίοδο (από Σεπτέμβρη μέχρι Απρίλη) τα Βούρλα έκλειναν στις 11 το βράδυ και τη θερινή στις 12. Ένα κουδούνι ειδοποιούσε δέκα λεπτά πριν και ξαναχτυπούσε δέκα λεπτά μετά. Οι πελάτες έπρεπε να τα μαζέψουν και να φύγουν. Οι κοπέλες τηρούσαν το ωράριο, γιατί η παράβαση σήμαινε τιμωρία.

Μερικοί αγαπητικοί διανυκτέρευαν στο δωμάτιο της αγαπητικιάς τους. Σοβαρή παράβαση, αλλά καμία από τις άλλες γυναίκες δεν κάρφωνε.

Η είσοδος στους ανήλικους κάτω των 18 απαγορευόταν. Επίσης και σε όσους εμφανώς έπασχαν από αφροδίσιο. Οι υπόλοιποι υποβάλλονταν σε ιατρική εξέταση. Τουλάχιστον έτσι όριζε ο κανονισμός.

Οι πελάτες πήγαιναν κατευθείαν στην κάμαρα της πόρνης της προτίμησής τους και χτυπούσαν την πόρτα. Αν είχε άλλον πελάτη μέσα, η κοπέλα φώναζε: «Άλλος είναι μέσα!».

Μία κουφή πόρνη είχε κρεμάσει έξω από την πόρτα της ένα ρόπαλο, για να χτυπάνε οι πελάτες δυνατά και να τους ακούει.

Τις μέρες των εμμήνων και σε περίπτωση αρρώστιας η πόρνη δεν δεχόταν πελάτες. Η Νάκου θυμάται μία πόρτα μ’ ένα σημείωμα κάτω από το όνομα Λίτσα. «Δεν δέχεται σήμερα λόγω τα έμμηνα».

Στα Βούρλα υπήρχε ένας χώρος στον οποίον γλεντούσαν οι άντρες με τις πόρνες κι εκεί ο πελάτης ψώνιζε.

«Στο βάθος ήταν μια σάλα χαμηλοτάβανη, που έμοιαζε με κακόφημο μπαρ λιμανιού», γράφει ο Κανελλής και συνεχίζει:

Στο ένα μέρος σε καρέκλες κάθονται οι θαμώνες. Λογής λογής τύποι με κασκέτα, με σκούφους, με μπερέ, ακάθαρτες στάλες κοινωνικών βορβόρων, αλήτες, ναύτες πολλών θαλασσών, μαύροι θερμασταί, ξένοι απάχηδες, συχνασταί ταπιφράγκων [δηλαδή καταγωγίων εσχάτης υποστάθμης], κακοποιοί, δραπέται ειρκτών και υποψήφιοι ισοβίτες. Λάσπη.

Πανδαιμόνιο κραυγών. Καπνίζουν και ουρλιάζουν σε όλας τας γλώσσας των εθνών:

– Την ψώνισα, ρε κορόιδο!

– Αδερφάκι καρούμπα, άρπαξα τη μαστούρα.

– Βιεν πουλπούλ!

– Μπιρ αλλάχ!

Δεν ήταν όλοι υποψήφιοι πελάτες. Κάποιοι από αυτούς -εργάτες, φορτοεκφορτωτές, χαμάληδες- πήγαιναν να πιουν, να δουν τα κορίτσια, να ξεφορτώσουν την κούραση της μέρας βαριεστημένοι απ’ την ίδια τους τη ζωή κι ύστερα έφευγαν έχοντας κάνει κατανάλωση μονάχα στον καφετζή.

Στο άλλο μέρος ήταν το μπανιστήρι, μια ξύλινη εξέδρα, ένα μέτρο ψηλή. Όταν μαζευόταν η πελατεία στο μαγαζί, ο μαγαζάτορας έβαζε μουσική. Οι γυναίκες ανέβαιναν στην εξέδρα με τα μαλλιά στολισμένα με φιογκάκια, έντονα βαμμένες και ντυμένες προκλητικά. Κάθονταν σε πικάντικες στάσεις για να ψωνίσουν οι πελάτες.

Μιλάνε σιγά αναμεταξύ τους ή ακόμα η μια σιάζει τον φιόγκο της άλλης, σκουπίζει την πούδρα της πλαϊνής της ή σιάζει η ίδια τα μαλλιά της, πάντα με αδιαφορία. Όμως και το παραμικρότερο νεύμα που θα κάνει ο πελάτης, αμέσως θα το δει. Δεν θα κατέβει όμως αμέσως. Θα σιάξει πάλι τον φιόγκο της πλαϊνής και αργά θα σηκωθεί, αργά θα κατεβεί τα σκαλιά της εξέδρας για ν’ ακολουθήσει τον άντρα.

Σ’ αυτές τις γυναίκες η Λιλίκα Νάκου δεν αναγνώρισε τις γυναίκες που τόσο καλόκαρδα την είχαν δεχτεί το πρωί και της είχαν κάνει το τραπέζι.

Έχουν βάλει πολύ φτιασίδι στο πρόσωπο και από μακριά λες πως τις κάνει όλες ίδιες και πως φοράνε μάσκες. Στο φως του ηλεκτρικού οι γυναίκες φαίνονταν άρρωστες, αξιοθρήνητες.

Αργά το βράδυ, όταν το ποτό και οι ουσίες ανέβαιναν στο κεφάλι, άρχιζαν οι φωνές, ο χορός, τα σπασίματα… το τσακίρ κέφι. Μέχρι να σημάνει το κουδούνι που προειδοποιούσε ότι πλησίαζε η ώρα να κλείσουν, τα Βούρλα είχαν πυρετώδη δραστηριότητα.

Οι πόρνες καταδέχονταν όλους τους πελάτες· είχαν όμως και τις προτιμήσεις τους.

«Οι θαλασσινοί είναι καλοί άνθρωποι. Έρχονται, φεύγουν, δεν σ’ ενοχλάνε ποτέ».

«Είχα έναν πελάτη γρουσούζη προχτές, που με ήθελε ξέντυτη και κρύωσα».

«Είναι μερικοί πελάτες που δεν σε λυπούνται. Εγώ άμα βλέπω καλοντυμένο, φοβάμαι… Οι εργάτες όχι. Κάθονται μια στιγμή και φεύγουν».

Εκείνοι που «κάθονται μια στιγμή και φεύγουν» είναι οι ιδεώδεις πελάτες. Έτσι η πόρνη μπορεί να πάρει αρκετούς και να κερδίσει μεγάλο μεροκάματο.

«Μετά την επανάσταση του Μάρτη [το κίνημα του ’35] έκοψε η πελατεία. Πριν από τον Μάρτη, είχαμε σαράντα, πενήντα πελάτες την ημέρα η καθεμιά… από είκοσι πέντε δραχμές, κάνουνε κάμποσα λεφτά».

Σαράντα ως πενήντα πελάτες την ημέρα επί είκοσι πέντε δραχμές ο πελάτης, κάνουν ένα χιλιάρικο με 1250 δραχμές μεροκάματο. Ποσό τεράστιο, αν το συγκρίνουμε με τα μεροκάματα των εργατών, που δούλευαν εξίσου σκληρά και σε εξίσου απάνθρωπες συνθήκες. Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε αν, με ποιον τρόπο και κατά πόσο η επιχείρηση είχε μερίδιο. Σίγουρα όμως επωφελούνταν οι αγαπητικοί αποσπώντας γενναίο τραμπούκο.

Ουσίες κι οινοπνεύματα

Η αστυνομική διάταξη του 1924 περιλάμβανε ένα άρθρο για το αλκοόλ και τα ναρκωτικά: απαγόρευε στις τσατσάδες να πουλάνε ή να διευκολύνουν την πώληση οινοπνευματωδών και ναρκωτικών. Ήτοι: ούζο, ρακί, κρασί, κονιάκ, όπιο, χασίς, μορφίνη, κοκαΐνη, ηρωίνη, αιθέρα.

Οι ουσίες που κυκλοφορούσαν έξω από τον μαντρότοιχο των Βούρλων έμπαιναν και μέσα. Κυρίως χασίς και ηρωίνη. Οι άνθρωποι της φάρας έκαναν αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ χασικλήδων και πρεζάκηδων. Οι μεν θεωρούνταν σοβαροί και μετρημένοι και οι δε ξεπεσμένοι και αλήτες. Εννοείται πως η αστυνομία δεν έκανε τέτοιες διακρίσεις και κυνηγούσε και τις δύο κατηγορίες.

Πολλές γυναίκες των Βούρλων ήταν ναρκομανείς. Όπως η Κική Λουμπίνα, που είχε τα σημάδια στο μπράτσο, όπως η Κούλα η Σκουλαρικού που κατέστρεψε ένα μεγάλο ταλέντο, τον Ανέστη Δελιά.

Η Κούλα η Σκουλαρικού

Ήταν πόρνη στα Βούρλα. Την ερωτεύτηκε ο Ανέστος Δελιάς, την πήρε από κει κι άρχισαν να ζουν μαζί σε μια παράγκα στη Δραπετσώνα. Αυτό έγινε τέλη του 1934 με αρχές του 1935. Η ιστορία που ακολούθησε είναι βρόμικη.

Ο Δελιάς ήταν μέλος της τετράδας του Πειραιά, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη και τον Στράτο Παγιουμτζή.

Η τετράς του Πειραιώς. Πάνω αριστερά ο Μάρκος Βαμβακάρης και δεξιά ο Ανέστης Δελιάς. Κάτω ο Γιώργος Μπάτης και δεξιά ο Στράτος Παγιουμτζής.

Η Κούλα ήταν ναρκομανής και από τον φόβο της μην τον χάσει, τον έθισε στην ηρωίνη. Την ώρα που κοιμόταν, του φύσαγε στα ρουθούνια μ’ ένα γιούφι (κάτι σαν καλαμάκι) τη φοβερή σκόνη. Ύστερα από τέσσερις πέντε νύχτες ο Δελιάς έγινε πρεζάκιας, χωρίς να το καταλάβει. Σηκώθηκε ένα πρωί με κρυάδες, τρεμούλες και κομάρες. Νόμιζε πως ήταν άρρωστος και ζήτησε από την Κούλα να του ρίξει κουβέρτες. Εκείνη προθυμοποιήθηκε να του δώσει μια σκόνη που ήταν δήθεν για τις κρυάδες. Ο Δελιάς συνήλθε. Την άλλη μέρα, άρρωστος πάλι, ζήτησε από μόνος του τη σκόνη. Αυτό ήταν!

Οι φίλοι του, όταν κατάλαβαν τι γίνεται, θέλησαν να τον τραβήξουν από την Κούλα και την ηρωίνη. Στην απελπισία τους τον έδωσαν στην αστυνομία. Ο Δελιάς εκτοπίστηκε στην Ίο. Η σκόνη που κυκλοφορούσε στους τόπους εξορίας των ναρκομανών ήταν περισσότερη απ’ όση κυκλοφορούσε σ’ ολόκληρη την Αθήνα. Όταν γύρισε στον Πειραιά είχε πάρει πια τον κατήφορο χωρίς επιστροφή. «Τρία τραγούδια για μια δόση έδινε τότε το Ανεστάκι», λέει ο Γενίτσαρης στην αυτοβιογραφία του.

Πέθανε τον καιρό της Κατοχής στον δρόμο.

Οι θεούσες και η σφυρίχτρα

Λίγες γυναίκες περνούσαν την πορτάρα των Βούρλων. Ανάμεσά τους ήταν κάτι θεούσες, που άρχιζαν την κατήχηση στα κορίτσια ότι αυτό που κάνουν είναι ντροπή και να κοιτάξουν ν’ αλλάξουνε δουλειά και τα παρόμοια, λες και οι κοπέλες είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε διάφορα επαγγέλματα και προτίμησαν το επάγγελμα της πόρνης ως το καλύτερο από τα υπόλοιπα. Αυτές οι θεούσες μετά το κήρυγμα προσπαθούσαν να πουλήσουν θρησκευτικά βιβλία.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι οι πόρνες χωρίζονταν σε περιστασιακές (η ανάγκη το ‘φερε) και σε καθ’ έξιν, δηλαδή ότι ήταν οκνηρά κι εκφυλισμένα άτομα με ροπή στον έκλυτο βίο· δεν έλειπαν κι εκείνοι που πίστευαν ότι οι πόρνες δεν δούλευαν για το μεροκάματο, αλλά ότι αρέσκονταν να συνουσιάζονται κατ’ εξακολούθηση.

Ο Ριζοσπάστης εκφράζει μέσω δημοσιογράφου του τη γνώμη ότι ήταν κουτές γυναίκες που οδηγήθηκαν στο επάγγελμα από κάποιο εκφυλισμό. Κι ίσως σ’ αυτή την αντίληψη να οφείλεται ο χαρακτηρισμός των ανόητων ανθρώπων ως βούρλα.

Πάντως οι γυναίκες των Βούρλων όταν έβλεπαν θεούσες, τους ορμούσαν κανονικά φωνάζοντας «απάνω τους!», τις πλάκωναν στο ξύλο και τις ξεμάλλιαζαν. Γι’ αυτό και όταν έμπαινε καμία του κατηχητικού, οι χωροφύλακες της έδιναν μία σφυρίχτρα, να σφυρίξει σε περίπτωση ανάγκης, για να τρέξουν να τη γλιτώσουν.

Μια τέτοια σφυρίχτρα έδωσαν και στη Λιλίκα Νάκου, αλλά δεν χρειάστηκε να τη χρησιμοποιήσει. Στην αρχή είπε ότι ήταν μοδίστρα, αλλά οι γυναίκες την πλησίασαν με άγριες διαθέσεις ρωτώντας την «και πού είναι τα φιγουρίνια σου». Όταν είπε ότι είναι δημοσιογράφος, μαζεύτηκαν γύρω της όλες με την ίδια αγωνία. «Να γράψεις για τις πίκρες μας και για τα βάσανά μας. Πώς μας περιφρονάνε! Ακόμα και οι πελάτες μας φτύνουνε και μας δέρνουνε».

Η απομόνωση πίσω από τη μάντρα των Βούρλων έπνιγε τη φωνή τους και είχαν μεγάλο καημό να βγει παραέξω η πίκρα τους και κάτι μείνει από τη θλιβερή ζωή τους, όταν αυτές θα έχουν φύγει.

Η Θεανώ ζήτησε από τον αγαπητικό της να της μάθει να γράφει. «Άμα πεθάνω, κάτι να βρεθεί από μένα».

«Σαν πεθάνεις, στα σκουπίδια όλα τα δικά σου θα πεταχτούν», της απάντησε. Ωστόσο την έμαθε να γράφει.

Μια παρένθεση – Τα Βούρλα κλείνουν κλείνουν για δύο χρόνια

Οι κάτοικοι της Δραπετσώνας διαμαρτύρονταν για τη συνύπαρξή τους με τον υπόκοσμο, που πρόσβαλε την ηθική τους. Ο Προσφυγικός Σύλλογος έκανε αλλεπάλληλα διαβήματα.

Ο Σύνδεσμος των Δικαιωμάτων της Γυναίκας είχε κάνει πολλές προσπάθειες να εκλείψει το αίσχος των Βούρλων. Την εποχή που ακόμα δεν είχε δοθεί ψήφος στις γυναίκες, ο Σύνδεσμος διακήρυξε στην αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά ότι «τα Βούρλα του Πειραιώς αποτελούν ανεξίτηλο στίγμα στον πολιτισμό των κατοίκων του που τα ανέχεται».

Από το περιοδικό του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, Ιούλιος 1930

Εκείνη την εποχή συζητήθηκε η μεταφορά των Βούρλων στη θέση Ευγένεια. Τελικά τα Βούρλα έκλεισαν για δύο χρόνια. Ξανάνοιξαν το 1933, όταν έπεσε ο Βενιζέλος και βγήκε ο Τσαλδάρης. Η φωτογραφία του Τσαλδάρη φιγουράριζε στα δωμάτια αρκετών γυναικών.

Η κατρακύλα στα Βούρλα

Η ιστορία καθεμιάς γυναίκας που βρίσκεται στα Βούρλα είναι πολύ θλιβερή. Κοριτσάκια που από μικρά παραστράτησαν, χωριατοπούλες άβγαλτες που μετά το «πάθημά τους» δεν τολμούσαν να γυρίσουν στο σπίτι από τον φόβο του πατέρα ή του αδελφού. Η Ξανθούλα έτσι λέει της συνέβηκε. Είναι από ένα χωριό της Μυτιλήνης. Κυλίστηκε μια μέρα μ’ ένα αγόρι στα χορτάρια. Σαν κατάλαβε τι έπαθε, φοβήθηκε κι έφυγε από το χωριό. Κάτω στη χώρα ζητιάνευε. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών κοριτσάκι. Ύστερα μπήκε «δούλα» σε σπίτι. Μα η κυρά της, σαν είδε πως ήταν έγκυος, την πέταξε και πάλι στους δρόμους. Τι να γίνει; Μπήκε σε ένα «σπίτι». Από κει γνώρισε έναν σωματέμπορο και την έφερε στον Πειραιά. Την έδερνε, της έπαιρνε όλα τα λεφτά.

Στο τέλος την τσάκωσε η αστυνομία για αδήλωτη και την έκλεισε στα Βούρλα.

– Εγώ δεν θα γεράσω ποτέ. Μου είπε μια γύφτισσα πως θα με σκοτώσει κάποιος. Τόσο το καλύτερο! και γελούσε η Ξανθούλα σαν να έλεγε το πιο αστείο πράγμα του κόσμου.

Ο ΓΑΒ συνάντησε στο καφενείο μια κοπέλα από τη Μακεδονία, χωρίς χέρι.

Δούλευα στο καπνεργοστάσιο του Φούκα. Μια μέρα μου πήρε η μηχανή το χέρι. Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο, χωρίς κανέναν πόρο, έπεσα σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί δεν μπορούσα να δουλέψω με το ένα χέρι.

Η Ασπασία η κουφή

Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να φύγουν από τα Βούρλα, ακόμα και αν ήθελαν να αλλάξουν δουλειά και να γίνουν τίμιες εργαζόμενες.

Η Ασπασία η κουφή ήταν δεκαπέντε χρόνια στα Βούρλα.

Πού να πάω, παιδί μου; Όπου και να πάμε εμείς είμαστε σαν τα κυνηγημένα σκυλιά.

Η Λιλίκα Νάκου στο δωμάτιο της Ασπασίας της κουφής. Σκίτσο του Νάγου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις.

Όταν η Ασπασία έπαθε τύφο, δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να πάει στο νοσοκομείο.

— Θα πεθάνω έρημη μέσα στις νοσοκόμες, φώναζε.

Τρεις γυναίκες, η Μυρσίνη, η Θεανώ και η Ξανθούλα, αποφάσισαν να την περιποιούνται και επί δυο μήνες την ξενυχτούσανε μέχρι που έγινε καλά.

Η Ασπασία έδειξε στη Λιλίκα Νάκου φωτογραφίες τεσσάρων παιδιών.

Είναι του αδερφού μου. Είναι ανάπηρος του πολέμου. Ούτε χέρια ούτε πόδια του απόμειναν. Στην αρχή ούτε ήθελε να με ξέρει, σαν ξέπεσα εδώ μέσα. Μου μηνούσε πως αν με βρει ποτέ στον δρόμο του, θα με σκοτώσει.

Σαν γύρισε από τον πόλεμο, στα χάλια που είναι ο καψερός, και βρήκε τη γυναίκα του πεθαμένη και τα τέσσερα μικρά του στον δρόμο, το έμαθα εγώ. Του έστειλα τότε λεφτά. Μου τα γύρισε πίσω με βρισιές. Μα σαν πέθανε το ένα παιδάκι του και δεν είχε να το θάψει, πήρε τότε τα λεφτά. Ήρθε εδώ κι έκλαιγε.

– Είμαι ένας εξευτελισμένος. Είμαι για φτύσιμο. Γιατί να μην σκοτωνόμουν τότε στη μάχη, που αφήκα τα ποδάρια μου;

Εγώ τότε έπεσα στα γόνατα να με συγχωρέσει. Και του είπα να λυπηθεί τα παιδάκια του κι εγώ θα τα κοιτάζω κι ας είμαι μια αμαρτωλή, και ας μην τα φέρει ποτέ να με δούνε.

Και αλήθεια δεν τα ξέρω τα χρυσά μου παρά από τούτες τις φωτογραφίες. Αλλά στέλνω κάθε μήνα λεφτά. Το μεγαλύτερο το σπουδάζω. Θέλω να τον κάνω γιατρό. Ποτέ δεν θα μάθει για μένα και ποτέ πως υπάρχει στον κόσμο μια γυναίκα αμαρτωλή που όλοι τη φωνάζουν εδώ πέρα η Ασπασία η Κουφή. Και ο Θεός πάλι, σαν έρθει η ώρα μου και παρουσιαστώ μπροστά του, θα με κρίνει. Θα του πω:

«Κύριε, ελέησόν με. Μα έσωσα τα παιδιά του αδερφού μου από την πείνα. Τα κοριτσάκια του δεν θα γίνουν παλιογυναίκες σαν κι εμένα, γιατί στα χέρια τους έβαλα βραχιολάκι τη δουλειά. Και η δουλειά σώζει τη γυναίκα από τον εξευτελισμό».

Τα τετράδια της Θεανώς

Οι γυναίκες των Βούρλων ήθελαν κάτι μείνει από τη θλιβερή ζωή τους, όταν αυτές θα έχουν φύγει. Η Θεανώ ζήτησε από τον αγαπητικό της να της μάθει να γράφει. «Φοβάμαι πως θα πεθάνω και έτσι κανένας δεν θα μάθει ποτέ τη ζωή μου, ποτέ κανένας δεν θα μάθει το τι τράβηξα έρημη στους πέντε δρόμους».

Η Θεανώ έμαθε γραφή, αγόρασε τετράδιο και τις νύχτες, όταν έκλειναν τα Βούρλα, γράφοντας και κλαίγοντας ξαναζωντάνεψε την ιστορία της ζωής της. Έγραψε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής όπως την έζησε μικρό κορίτσι, έγραψε για τον πανικό, για τη φωτιά, για τη μάνα της που προσπαθούσε να σώσει τα παιδιά από τη σφαγή… Πώς έφτασε στον Πειραιά και πουλούσε σπίρτα για να ζήσει ώσπου έπεσε στα χέρια κάποιου σωματέμπορου και κατέληξε στα Βούρλα.

Η Θεανώ γράφει τη ζωή της και κλαίει. Σκίτσο του Νάγου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις.

Η εφημερίδα δημοσίευσε το πρώτο κεφάλαιο από τη ζωή της Θεανώς χωρίς ν’ αλλαχτεί το παραμικρό. Μόνο που ξεκόλλησαν τις λέξεις γιατί ήταν όλες γραμμένες αράδα.

«Το 1922, στην καταστροφή της Σμύρνης, ήμουν έξι χρονών. Μέσα στη νύχτα ακούγαμε φωνές, πατιρντί. Μάνες, παιδιά, γέροι φωνάζανε: «Οι Τσέτες! Οι Τσέτες! Τρέξτε να φύγουμε, γιατί βάζουνε φωτιά στη Σμύρνη!».

Γυναικόπαιδα, μάνες τρέχουνε και οι Τούρκοι αρπάζουνε τον καθένα αιχμάλωτο. Τότε πήρανε και τον μπαμπά μου από την αγκαλιά της μάνας μου. Έκλαιγε, δερνότανε, αλλά τι να ‘κανε; Και τότε μείναμε μάνα και κόρη κλειδωμένες στο σπίτι μας.

Στις δυο μέρες μου λέει η μάνα μου: «Κάθισε, κόρη μου, να πάω να δω αν φεύγουνε τα παπόρια, να φύγουμε κι εμείς».

Την ώρα που έφευγε τη συναντά η συννυφάδα της, μαλλιοτραβηγμένη και σκοτωμένη από το κλάμα. Και της λέει:

«Μυρσίνα μου (αυτό ήταν τ’ όνομά της), πήρανε τον άντρα μου αιχμάλωτο. Κακή μας μοίρα! Τώρα τι θα κάνουμε; Έχω τρία παιδιά. Το ένα πέντε χρονών, το άλλο εφτά κι ένα λεχούδι δέκα μερών».

Και τότε η μάνα μου είπε:

«Έλα μαζί μου, Χρυσάνθη (αυτό ήταν τ’ όνομά της), και τα παιδιά θα τα φυλάξει η Θεανώ». Και τότε με φώναξε και μου είπε:

«Θεανώ, να φυλάξεις το λεχούδι της θειάς σου κι εμείς θα ‘ρθούμε αμέσως. Πάμε να δούμε αν φεύγουνε τα παπόρια».

Και φύγανε και μ’ αφήσανε με τα τρία παιδιά. «Και τώρα τι να κάνω;» σκέφτηκα. Κλείδωσα πόρτες, παράθυρα και καθίσαμε μέσα. Η μάνα μου αργούσε να ‘ρθει. Και ύστερα δεν ήρθε καθόλου.

Κατά τη νύχτα ακούσαμε πατημασιές. Πράγματι ήταν οι Τσέτες. Αλλά ο Θεός μας φύλαξε από κάθε κακό. Και το μωρό, το λεχούδι, σαν να ‘χε καταλάβει, δεν έβγαζε τσιμουδιά. Μόνο κουνούσε τα χεράκια του και γούρλωνε τα ματάκια του. Λες κι έλεγε και ρωτούσε: «Είναι έξω; Σωπάτε!»

Και είχε πέσει στο σπιτάκι μας μια ησυχία και χλωμάδα. Κι έλεγες πως δεν υπήρχε κανένας.

Και σε μια στιγμή ακούμε απόξω να χτυπάνε με τα όπλα την πόρτα και τα παράθυρα. Αλλά δεν ακούστηκε από μας καμιά φωνή. Και αναγκαστήκανε οι Τσέτες και φύγανε. Και λέγανε περπατώντας: «Δεν είναι μέσα τα γκιαούρια».

Περάσανε τρεις μέρες και νύχτες και μείναμε μέσα. Και κανένας δεν φάνηκε. Τότες αναγκαστήκαμε να βγούμε έξω.

Πήρα στην αγκαλιά μου το λεχούδι και σταματήσαμε σ’ έναν δρόμο που περνούσαν καρότσες. Κουβαλούσανε κόσμο στα παπόρια, για να τον γλιτώσουνε από τους Τσέτες.

Για μια στιγμή μου ήρθε η ιδέα ν’ αφήσω το μωρό που κρατούσα. Πράγματι αφήνω το μωρό και γυρίζω πίσω στον δρόμο. Ήταν τ’ άλλα παιδιά που με περίμεναν τα καημένα σαν μητέρα τους. Ξέρανε τα κακόμοιρα τι έτρεχε στον κόσμο.

Πήγα κοντά τους, τους μίλησα. Τα ‘πιασα από το χέρι και κατεβήκαμε πάλι στον δρόμο. Περιμέναμε να περάσει καμιάν άμαξα. Περνά μια καρότσα. Παρακαλούσαμε, γυρεύαμε: «Καλέ, πάρτε μας μαζί σας».

Αλλά καμία σωτηρία. Τραβούσαν τον δρόμο τους και μέναμε μόνα.

Άξαφνα πέρασε κι άλλη καρότσα. Αλλά κι αυτή δεν ήθελε να σταματήσει. Αλλά οι επιβάτες μέσα μας θέλανε. Και μας ρώτησαν: «Δεν έχετε μάνα;»

Κι εμείς τους απαντήσαμε: «Όχι, οι μητέρες μας δεν ήρθανε ακομα».

Και τότες καταλάβανε. Και τότες μας πήρανε στη Χιό.

Καμιά φορά σαν ξύπνησα είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά των Εγγλέζων, στα παπόρια.

Εγώ όμως δεν καταλάβαινα πού βρισκόμουν κι έβαλα τα κλάματα. Ρώτησα τους Εγγλέζους: «Πού είναι τα παιδιά και το λεχούδι;»

Μα δεν καταλάβαιναν ελληνικά. Και τότε τους έκανα νόημα με το χέρι. Και τότες μου απαντήσανε πως τα πήρανε στο ορφανοτροφείο. Και μένα θα με κρατούσαν κοντά τους.

Για να μην κλαίω με πήρανε από το χεράκι για περίπατο. Ήταν αψηλοί οι Εγγλέζοι και καπνίζανε. Και τότες άκουσα πίσω μου να με φωνάζουνε: «Θεανώ! Θεανώ!» και γυρίζω και βλέπω τη θειά μου στην παραλία. Με φιλούσε και με ρωτούσε: «Πού είναι η μαμά σου, παιδάκι μου;»

Κι εγώ είπα: «Δεν ήρθε ακόμα»

«Από πού δεν ήρθε;»

«Από την παραλία», είπα τότε εγώ.

Κατάλαβε και άρχισε να κλαίει. Και με πήρε από τους Εγγλέζους. Και ύστερα ήρθαμε στον Πειραιά και ζητιανεύαμε πόρτα-πόρτα στον ξένο κόσμο. Και ύστερα πούλαγα σπίρτα στον δρόμο και στην Αθήνα και ζούσαμε.

Μα ύστερα γνωρίσαμε έναν σωματέμπορο, που όλο τριγύριζε τη θεία μου».

Τα πηγαίο ταλέντο της Θεανώς συγκίνησε τη Νάκου και με τη βοήθεια του αρχισυντάκτη της Ακρόπολης ξεσήκωσε τους γυναικείους συλλόγους προστασίας κοριτσιών. Η Αύρα Θεοδωροπούλου, αδελφή της Μυρτιώτισσας και πρόεδρος του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, ανέλαβε να εγγυηθεί για τη Θεανώ, ώστε να βγει από τα Βούρλα. Η Θεανώ όμως τρόμαξε κι έκανε πίσω, και δεν θέλησε με κανέναν τρόπο ν’ αφήσει τα Βούρλα και τις συντρόφισσές της.

«Θα περιμένω εδώ τον ναύτη που μ’ έμαθε να γράφω. Ίσως με παντρευτεί. Τι δουλειά έχω εγώ έξω, στον κόσμο που είναι γεμάτο σωματέμπορους; Πού ξέρω τις κυράδες που με θέλουν; Όχι, αφήστε με», έλεγε κι έκλαιγε.

Η Θεανώ έμεινε στα Βούρλα. Τα τετράδια της Θεανώς κάηκαν στην Κατοχή.

Έχουν περάσει σχεδόν 80 χρόνια από τότε που έκλεισε το μπορντέλο-στρατώνας των Βούρλων. Οι γυναίκες αυτές εδώ και χρόνια δεν ζουν πια. Άραγε τι δικό τους έχει απομείνει να θυμίζει τη βασανισμένη τους ύπαρξη; Ποιος ξέρει με πόσο τρόμο βγήκανε στην κοινωνία όπου παραμόνευε ο εφιάλτης. Ποιος ξέρει πόση μοναξιά περόνιασε τα κόκαλά τους και πόση πείνα τα σωθικά τους, ώσπου να κλείσουν τα μάτια;

Σήμερα από τα Βούρλα δεν έχει απομείνει τίποτα που να μαρτυράει την ύπαρξη του τεράστιου μπορντέλου και της μετέπειτα φυλακής. Στη θέση τους έχουν χτιστεί σύγχρονες οικοδομές.

Ιούλιος 2017. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από την οδό Ψαρρών. Στη θέση αυτών των σύγχρονων πολυκατοικιών ήταν οι μπούκες των Βούρλων. Πηγή

This entry was posted in ΕΛΛΑΔΑ, ΕΛΛΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, Ν. Αττικής and tagged , , , , , , , , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.